1. Λέξη
    περισσότερος (επίθετο) - (παρόμοια: περισσότερο - περισσός - περισσεύω)
  2. Συνώνυμα
    • πιο πολύς
    • μεγαλύτερος
    • επιπλέον
    3
  3. Αντώνυμα
    • λιγότερος
    • ελάχιστος
    • μικρότερος
    3
  4. Ορισμός
    • που υπερβαίνει σε ποσότητα ή σε ποιότητα
    • που είναι σε μεγαλύτερο βαθμό ή σε μεγαλύτερο αριθμό
    • επιπρόσθετος, που προστίθεται σε κάτι άλλο
    3
  5. Παραδείγματα
    • Έχω περισσότερα βιβλία από σένα.
    • Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο για να τελειώσω αυτή τη δουλειά.
    • Ο καιρός είναι περισσότερο ζεστός σήμερα.
    3