1. Συνώνυμα
    • επιπλέον
    • πλεονάζων
    • υπερβάλλων
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελλιπής
    • ανεπαρκής
    • λιγοστός
    3
  3. Ορισμός
    • που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το αναγκαίο
    • που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα ή σε υπερβολή
    2
  4. Παραδείγματα
    • Έχει περισσό χρόνο για να ολοκληρώσει την εργασία.
    • Τα περισσά ρούχα τα δώρισε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα.
    2