Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περισσός (επίθετο) - (παρόμοια:
περισσότερο
-
περισσότερος
-
περισσεύω
-
περισπασμός
-
περιορισμός
-
περιττός
-
περιστέρι
-
περιοριστικός
-
περιστασιακός
)
Συνώνυμα
επιπλέον
πλεονάζων
υπερβάλλων
3
Αντώνυμα
ελλιπής
ανεπαρκής
λιγοστός
3
Ορισμός
που υπερβαίνει το συνηθισμένο ή το αναγκαίο
που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα ή σε υπερβολή
2
Παραδείγματα
Έχει περισσό χρόνο για να ολοκληρώσει την εργασία.
Τα περισσά ρούχα τα δώρισε σε φιλανθρωπικό ίδρυμα.
2