1. Λέξη
    περιστασιακά (επίρρημα) - (παρόμοια: περιστασιακή - περιστασιακός - περιστατικό - περιστέρι)
  2. Συνώνυμα
    • προσωρινά
    • σποραδικά
    • κατά περίπτωση
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνεχώς
    • μόνιμα
    • τακτικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις ή χωρίς τακτική συχνότητα.
    • Χωρίς να είναι συστηματικό ή συνεχές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Επισκέπτεται την πόλη περιστασιακά, όταν έχει δουλειές.
    • Πίνει καφέ περιστασιακά, όχι κάθε μέρα.
    2