Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιστασιακά (επίρρημα) - (παρόμοια:
περιστασιακή
-
περιστασιακός
-
περιστατικό
-
περιστέρι
)
Συνώνυμα
προσωρινά
σποραδικά
κατά περίπτωση
3
Αντώνυμα
συνεχώς
μόνιμα
τακτικά
3
Ορισμός
Με τρόπο που συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις ή χωρίς τακτική συχνότητα.
Χωρίς να είναι συστηματικό ή συνεχές.
2
Παραδείγματα
Επισκέπτεται την πόλη περιστασιακά, όταν έχει δουλειές.
Πίνει καφέ περιστασιακά, όχι κάθε μέρα.
2