Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιστασιακή (επίθετο) - (παρόμοια:
περιστασιακά
-
περιστασιακός
-
περιστατικό
-
περιστέρι
)
Συνώνυμα
τυχαία
προσωρινή
σπάνια
3
Αντώνυμα
μόνιμη
σταθερή
συνεχής
3
Ορισμός
που συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις και όχι συχνά
που δεν είναι μόνιμη ή συνεχής
που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη περίσταση
3
Παραδείγματα
Η περιστασιακή επισκεψιμότητα σε αυτό το μουσείο αυξάνεται τις διακοπές.
Έκανε περιστασιακές δουλειές για να βγάλει κάποια χρήματα.
Η περιστασιακή χρήση του φαρμάκου δεν προκαλεί παρενέργειες.
3