1. Λέξη
    περιστασιακή (επίθετο) - (παρόμοια: περιστασιακά - περιστασιακός - περιστατικό - περιστέρι)
  2. Συνώνυμα
    • τυχαία
    • προσωρινή
    • σπάνια
    3
  3. Αντώνυμα
    • μόνιμη
    • σταθερή
    • συνεχής
    3
  4. Ορισμός
    • που συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις και όχι συχνά
    • που δεν είναι μόνιμη ή συνεχής
    • που σχετίζεται με μια συγκεκριμένη περίσταση
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η περιστασιακή επισκεψιμότητα σε αυτό το μουσείο αυξάνεται τις διακοπές.
    • Έκανε περιστασιακές δουλειές για να βγάλει κάποια χρήματα.
    • Η περιστασιακή χρήση του φαρμάκου δεν προκαλεί παρενέργειες.
    3