Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιττός (επίθετο) - (παρόμοια:
περιττώματα
-
περισσός
-
περιτομή
)
Συνώνυμα
άχρηστος
πλεονάζων
παρέλκων
3
Αντώνυμα
απαραίτητος
αναγκαίος
χρήσιμος
3
Ορισμός
που δεν είναι απαραίτητος ή χρήσιμος
που υπερβαίνει τα αναγκαία ή τα συνηθισμένα όρια
2
Παραδείγματα
Αυτές οι πληροφορίες είναι περιττές για την έκθεση.
Έκανε μια περιττή παρατήρηση κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
2