1. Λέξη
    περσικός (επίθετο) - (παρόμοια: περσινός - περαστικός - περσινό - πειστικός - περιοριστικός)
  2. Συνώνυμα
    • περσικός
    • περσικής καταγωγής
    • ιρανικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ελληνικός
    • δυτικός
    • ευρωπαϊκός
    3
  4. Ορισμός
    • Ανήκων ή σχετικός με την αρχαία Περσία (σημερινό Ιράν).
    • Που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό, τη γλώσσα ή την κουλτούρα των Περσών.
    • Σχετικός με τα γεγονότα ή τα πρόσωπα της περσικής ιστορίας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο περσικός πολιτισμός είχε μεγάλη επίδραση στην αρχαία Ελλάδα.
    • Η περσική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια.
    • Οι περσικές επιδρομές ήταν μια συνεχής απειλή για τους αρχαίους Έλληνες.
    3