Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περσικός (επίθετο) - (παρόμοια:
περσινός
-
περαστικός
-
περσινό
-
πειστικός
-
περιοριστικός
)
Συνώνυμα
περσικός
περσικής καταγωγής
ιρανικός
3
Αντώνυμα
ελληνικός
δυτικός
ευρωπαϊκός
3
Ορισμός
Ανήκων ή σχετικός με την αρχαία Περσία (σημερινό Ιράν).
Που χαρακτηρίζει τον πολιτισμό, τη γλώσσα ή την κουλτούρα των Περσών.
Σχετικός με τα γεγονότα ή τα πρόσωπα της περσικής ιστορίας.
3
Παραδείγματα
Ο περσικός πολιτισμός είχε μεγάλη επίδραση στην αρχαία Ελλάδα.
Η περσική γλώσσα ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια.
Οι περσικές επιδρομές ήταν μια συνεχής απειλή για τους αρχαίους Έλληνες.
3