1. Συνώνυμα
    • περιγραφικός
    • αποκλειστικός
    • εξαιρετικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • απεριόριστος
    • ανοιχτός
    • ευρύς
    3
  3. Ορισμός
    • που θέτει όρια ή περιορισμούς
    • που περιορίζει ή μειώνει τη δυνατότητα κάποιου
    • που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα ή έλλειψη ευελιξίας
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι περιοριστικοί όροι της σύμβασης δεν μας επέτρεψαν να προχωρήσουμε.
    • Η περιοριστική πολιτική της εταιρείας οδήγησε σε πολλές παραιτήσεις.
    • Οι περιοριστικοί κανόνες του σχολείου δημιούργησαν δυσαρέσκεια στους μαθητές.
    3