Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
περιοριστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
περιορισμός
-
οριστικός
-
πειστικός
-
περαστικός
-
περιστατικό
-
καθοριστικός
-
περιστασιακός
-
περιορισμένος
-
χαριστικός
-
τουριστικός
-
περιβαλλοντικός
-
περσικός
-
περισσός
)
Συνώνυμα
περιγραφικός
αποκλειστικός
εξαιρετικός
3
Αντώνυμα
απεριόριστος
ανοιχτός
ευρύς
3
Ορισμός
που θέτει όρια ή περιορισμούς
που περιορίζει ή μειώνει τη δυνατότητα κάποιου
που χαρακτηρίζεται από αυστηρότητα ή έλλειψη ευελιξίας
3
Παραδείγματα
Οι περιοριστικοί όροι της σύμβασης δεν μας επέτρεψαν να προχωρήσουμε.
Η περιοριστική πολιτική της εταιρείας οδήγησε σε πολλές παραιτήσεις.
Οι περιοριστικοί κανόνες του σχολείου δημιούργησαν δυσαρέσκεια στους μαθητές.
3