Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πειστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
περιοριστικός
-
πειρατικός
-
περαστικός
-
πολιτιστικός
-
πειραματικός
-
οριστικός
-
πλαστικός
-
ολιστικός
-
πιεστικός
-
εθιστικός
-
αποκλειστικός
-
χαριστικός
-
πιστωτικός
-
σεξιστικός
-
λογιστικός
-
ναζιστικός
-
εγωιστικός
-
ωστικός
-
αστικός
-
αγωνιστικός
-
βομβιστικός
-
ρεαλιστικός
-
βαλλιστικός
-
στατιστικός
-
ρατσιστικός
-
πειθαρχικός
-
ερεθιστικός
-
τουριστικός
-
πρωταγωνιστικός
-
μυστικός
-
περσικός
-
ποντικός
-
ασφαλιστικός
-
εξοργιστικός
-
βασανιστικός
-
απελπιστικός
-
καθοριστικός
-
σοκαριστικός
)
Συνώνυμα
συγκινητικός
επιβλητικός
αποτελεσματικός
3
Αντώνυμα
αδύναμος
αποτυχημένος
ανεπιτυχής
3
Ορισμός
Που έχει την ικανότητα να πείθει ή να επηρεάζει τους άλλους.
Που προκαλεί εντύπωση ή συναίσθηση λόγω της αποτελεσματικότητάς του.
2
Παραδείγματα
Ο λόγος του ήταν τόσο πειστικός που όλοι συμφώνησαν μαζί του.
Η πειστική παρουσίαση της έρευνας έκανε όλους να αλλάξουν γνώμη.
2