1. Λέξη
    πετάξω (ρήμα) - (παρόμοια: πετάξουν - πετάω - πετάλι)
  2. Συνώνυμα
    • θα πετάξω
    • θα πάρω αέρα
    • θα εκτοξευθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • θα μείνω
    • θα καθίσω
    • θα σταματήσω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μετακινηθώ στον αέρα χρησιμοποιώντας φτερά ή μηχανικό μέσο.
    • Να εκτοξευθώ ή να κινηθώ γρήγορα προς μια κατεύθυνση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αύριο θα πετάξω για την Αθήνα.
    • Το πουλί πετάει ψηλά στον ουρανό.
    • Η μπάλα πετάχτηκε μακριά από το παιδί.
    3