Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πετάξω (ρήμα) - (παρόμοια:
πετάξουν
-
πετάω
-
πετάλι
)
Συνώνυμα
θα πετάξω
θα πάρω αέρα
θα εκτοξευθώ
3
Αντώνυμα
θα μείνω
θα καθίσω
θα σταματήσω
3
Ορισμός
Να μετακινηθώ στον αέρα χρησιμοποιώντας φτερά ή μηχανικό μέσο.
Να εκτοξευθώ ή να κινηθώ γρήγορα προς μια κατεύθυνση.
2
Παραδείγματα
Αύριο θα πετάξω για την Αθήνα.
Το πουλί πετάει ψηλά στον ουρανό.
Η μπάλα πετάχτηκε μακριά από το παιδί.
3