Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πετυχαίνω (ρήμα) - (παρόμοια:
τυχαίνω
-
ατυχαίνω
-
παχαίνω
-
πεθαίνω
)
Συνώνυμα
επιτυγχάνω
κατορθώνω
επιτυγχάνω
3
Αντώνυμα
αποτυγχάνω
χάνω
2
Ορισμός
Να φτάνω σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα ή στόχο.
Να καταφέρνω κάτι με επιτυχία.
2
Παραδείγματα
Πέτυχε να περάσει τις εξετάσεις με άριστα.
Πέτυχε τον στόχο του με μεγάλη προσπάθεια.
2