1. Λέξη
    πετυχαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: τυχαίνω - ατυχαίνω - παχαίνω - πεθαίνω)
  2. Συνώνυμα
    • επιτυγχάνω
    • κατορθώνω
    • επιτυγχάνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποτυγχάνω
    • χάνω
    2
  4. Ορισμός
    • Να φτάνω σε ένα επιθυμητό αποτέλεσμα ή στόχο.
    • Να καταφέρνω κάτι με επιτυχία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πέτυχε να περάσει τις εξετάσεις με άριστα.
    • Πέτυχε τον στόχο του με μεγάλη προσπάθεια.
    2