1. Λέξη
    τυχαίνω (ρήμα) - (παρόμοια: ατυχαίνω - τυχαία - πετυχαίνω - τυχαίος)
  2. Συνώνυμα
    • συμβαίνω
    • επιτυγχάνω
    • προκύπτω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σχεδιάζω
    • προγραμματίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να συμβαίνει χωρίς προηγούμενη πρόθεση ή σχεδιασμό.
    • Να επιτυγχάνω κάτι χωρίς να το έχω προγραμματίσει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τυχαίνει να είναι στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα.
    • Τυχαίνει να ξέρω την απάντηση σε αυτή την ερώτηση.
    2