1. Λέξη
    πηδηματάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ματάκι - πραγματάκι - πλασματάκι - πιατάκι)
  2. Συνώνυμα
    • αλματάκι
    • πηδηματάρα
    • άλμα
    3
  3. Αντώνυμα
    • στασιμότητα
    • ακινησία
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό πήδημα ή άλμα.
    • Ένα μικρό άλμα, συνήθως με χαρά ή ενθουσιασμό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το παιδί έκανε ένα πηδηματάκι από τη χαρά του.
    • Με ένα μικρό πηδηματάκι πήδηξε πάνω στο κρεβάτι.
    2