Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πηδηματάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ματάκι
-
πραγματάκι
-
πλασματάκι
-
πιατάκι
)
Συνώνυμα
αλματάκι
πηδηματάρα
άλμα
3
Αντώνυμα
στασιμότητα
ακινησία
2
Ορισμός
Μικρό πήδημα ή άλμα.
Ένα μικρό άλμα, συνήθως με χαρά ή ενθουσιασμό.
2
Παραδείγματα
Το παιδί έκανε ένα πηδηματάκι από τη χαρά του.
Με ένα μικρό πηδηματάκι πήδηξε πάνω στο κρεβάτι.
2