Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιάσιμο (επίθετο) - (παρόμοια:
πιάσω
-
χάσιμο
-
πέσιμο
)
Συνώνυμα
καταληπτό
ευκολονόητο
προσιτό
3
Αντώνυμα
δυσνόητο
ακατανόητο
δύσκολο
3
Ορισμός
Εύκολο να γίνει κατανοητό ή να εξηγηθεί.
Που μπορεί να γίνει αντιληπτό ή να κατανοηθεί εύκολα.
2
Παραδείγματα
Η εξήγησή του ήταν πολύ πιάσιμη και όλοι την κατάλαβαν.
Αυτό το βιβλίο είναι πιάσιμο ακόμα και για αρχάριους.
2