1. Λέξη
    πιάσω (ρήμα) - (παρόμοια: πιάσιμο - πλησιάσω)
  2. Συνώνυμα
    • αρπάζω
    • συλλαμβάνω
    • προλαβαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • ελευθερώνω
    • χάνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να πιάσω κάτι ή κάποιον με τα χέρια.
    • Να συλλάβω ή να καταλάβω κάτι νοητικά.
    • Να προλάβω κάποιον ή κάτι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησα να πιάσω την μπάλα, αλλά ήταν πολύ ψηλά.
    • Δεν μπόρεσα να πιάσω την ευκαιρία που μου δόθηκε.
    • Τον έπιασαν οι αστυνομικοί ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει.
    3