Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιάσω (ρήμα) - (παρόμοια:
πιάσιμο
-
πλησιάσω
)
Συνώνυμα
αρπάζω
συλλαμβάνω
προλαβαίνω
3
Αντώνυμα
αφήνω
ελευθερώνω
χάνω
3
Ορισμός
Να πιάσω κάτι ή κάποιον με τα χέρια.
Να συλλάβω ή να καταλάβω κάτι νοητικά.
Να προλάβω κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Προσπάθησα να πιάσω την μπάλα, αλλά ήταν πολύ ψηλά.
Δεν μπόρεσα να πιάσω την ευκαιρία που μου δόθηκε.
Τον έπιασαν οι αστυνομικοί ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει.
3