1. Λέξη
    πιεσμένη (επίθετο) - (παρόμοια: πιεσμένος - πρησμένη)
  2. Συνώνυμα
    • συμπιεσμένη
    • πιεστη
    • σφιγμένη
    3
  3. Αντώνυμα
    • χαλαρή
    • αραιή
    • αναπτυγμένη
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει υποστεί πίεση
    • που βρίσκεται σε κατάσταση συμπίεσης
    • που έχει περιοριστεί ή περιορίστηκε από εξωτερικές δυνάμεις
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η πιεσμένη ατμόσφαιρα στο δωμάτιο έκανε όλους να νιώθουν άβολα.
    • Μια πιεσμένη φούστα μπορεί να μην είναι άνετη.
    • Η πιεσμένη κατάσταση στην οικονομία απαιτεί άμεσες λύσεις.
    3