Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιεσμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
πιεσμένη
-
πεσμένος
-
καταπιεσμένος
-
πιωμένος
-
πεισμένος
-
πρησμένος
-
καλεσμένος
-
περασμένος
-
πικραμένος
-
μεταμφιεσμένος
-
πεινασμένος
-
παθιασμένος
-
πεπεισμένος
-
πολιτισμένος
-
προικισμένος
-
προορισμένος
)
Συνώνυμα
συμπιεσμένος
πιεστός
σφιγμένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
αραιός
αναπτυγμένος
3
Ορισμός
που έχει υποστεί πίεση
που βρίσκεται σε κατάσταση συμπίεσης
που δείχνει ένταση ή στρες
3
Παραδείγματα
Ο πιεσμένος αέρας στο δοχείο μπορεί να είναι επικίνδυνος.
Ένιωθε πιεσμένος από τις πολλές υποχρεώσεις του.
Το πιεσμένο ρούχο δεν του πήγαινε καλά.
3