Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρησμένη (επίθετο) - (παρόμοια:
πρησμένος
-
πιεσμένη
)
Συνώνυμα
φουσκωμένη
ογκωμένη
πληθωρισμένη
3
Αντώνυμα
ξεφουσκωμένη
συμπιεσμένη
χαλαρή
3
Ορισμός
που έχει διογκωθεί λόγω συσσώρευσης αερίου ή υγρού
που έχει αυξηθεί σε μέγεθος ή όγκο
που εμφανίζει φλεγμονή ή ερεθισμό
3
Παραδείγματα
Η πρησμένη κοιλιά του μωρού ανησύχησε τους γονείς.
Μετά το τραυματισμό, το πόδι της ήταν πρησμένο και πονεμένο.
Η πρησμένη σακούλα δείχνει ότι το προϊόν έχει χαλάσει.
3