1. Λέξη
    πιλοτικός (επίθετο) - (παρόμοια: πιεστικός - ποιοτικός - πιστωτικός - πιλοτάρω - ποντικός)
  2. Συνώνυμα
    • διακριτικός
    • προσεκτικός
    • συνετός
    3
  3. Αντώνυμα
    • απρόσεκτος
    • απερίσκεπτος
    • ασυνετός
    3
  4. Ορισμός
    • που χαρακτηρίζεται από σύνεση και προσοχή στις ενέργειές του
    • που δείχνει καλή κρίση και επιφυλακτικότητα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πιλοτικός οδηγός απέφυγε το ατύχημα χάρη στη συνετή του συμπεριφορά.
    • Η πιλοτική απόφαση του διευθυντή έσωσε την εταιρεία από μεγάλες απώλειες.
    2