1. Λέξη
    πιστά (επίρρημα) - (παρόμοια: πιστός - πιστεύω - πιστέψω - πιστόλι - πιστολάς - πιστωτής)
  2. Συνώνυμα
    • πιστευτά
    • αξιόπιστα
    • με εμπιστοσύνη
    3
  3. Αντώνυμα
    • απίστευτα
    • αναξιόπιστα
    • με δυσπιστία
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη ή που είναι αξιόπιστο.
    • Με τρόπο που δείχνει πίστη ή αφοσίωση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο υπάλληλος εκτέλεσε πιστά όλες τις εντολές του προϊσταμένου του.
    • Πιστά ακολούθησε τις παραδόσεις της οικογένειάς του.
    2