Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστά (επίρρημα) - (παρόμοια:
πιστός
-
πιστεύω
-
πιστέψω
-
πιστόλι
-
πιστολάς
-
πιστωτής
)
Συνώνυμα
πιστευτά
αξιόπιστα
με εμπιστοσύνη
3
Αντώνυμα
απίστευτα
αναξιόπιστα
με δυσπιστία
3
Ορισμός
Με τρόπο που εμπνέει εμπιστοσύνη ή που είναι αξιόπιστο.
Με τρόπο που δείχνει πίστη ή αφοσίωση.
2
Παραδείγματα
Ο υπάλληλος εκτέλεσε πιστά όλες τις εντολές του προϊσταμένου του.
Πιστά ακολούθησε τις παραδόσεις της οικογένειάς του.
2