1. Λέξη
    πιστωτική (επίθετο) - (παρόμοια: πιστωτικός - πιστωτής)
  2. Συνώνυμα
    • δανειακή
    • χρηματοδοτική
    2
  3. Αντώνυμα
    • μετρητοί
    • αμεσόπληρος
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την παροχή δανείων ή πιστώσεων.
    • Αφορά συναλλαγές που γίνονται με πιστωτικές κάρτες ή μέσω πιστώσεων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πιστωτική κάρτα είναι πολύ χρήσιμη για τις ηλεκτρονικές αγορές.
    • Η εταιρεία προσφέρει πιστωτικές λύσεις για τους πελάτες της.
    2