Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστωτική (επίθετο) - (παρόμοια:
πιστωτικός
-
πιστωτής
)
Συνώνυμα
δανειακή
χρηματοδοτική
2
Αντώνυμα
μετρητοί
αμεσόπληρος
2
Ορισμός
Σχετικός με την παροχή δανείων ή πιστώσεων.
Αφορά συναλλαγές που γίνονται με πιστωτικές κάρτες ή μέσω πιστώσεων.
2
Παραδείγματα
Η πιστωτική κάρτα είναι πολύ χρήσιμη για τις ηλεκτρονικές αγορές.
Η εταιρεία προσφέρει πιστωτικές λύσεις για τους πελάτες της.
2