1. Λέξη
    πιστωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: πιστωτική - πιστωτής - πιεστικός - πιλοτικός - πειστικός - πιστός - ζωτικός - πατριωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • εμπιστευτικός
    • αξιόπιστος
    2
  3. Αντώνυμα
    • απίστευτος
    • αναξιόπιστος
    2
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με την πίστη ή την εμπιστοσύνη
    • που χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τράπεζα του έδωσε μια πιστωτική κάρτα.
    • Ο πιστωτικός του χαρακτήρας τον έκανε αγαπητό στους συναδέλφους του.
    2