Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πιστωτική
-
πιστωτής
-
πιεστικός
-
πιλοτικός
-
πειστικός
-
πιστός
-
ζωτικός
-
πατριωτικός
)
Συνώνυμα
εμπιστευτικός
αξιόπιστος
2
Αντώνυμα
απίστευτος
αναξιόπιστος
2
Ορισμός
που σχετίζεται με την πίστη ή την εμπιστοσύνη
που χαρακτηρίζεται από αξιοπιστία
2
Παραδείγματα
Η τράπεζα του έδωσε μια πιστωτική κάρτα.
Ο πιστωτικός του χαρακτήρας τον έκανε αγαπητό στους συναδέλφους του.
2