1. Λέξη
    πιστωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πιστωτική - πιστωτικός - πιστά)
  2. Συνώνυμα
    • δανειστής
    • πιστωτήρας
    • χρηματοδότης
    3
  3. Αντώνυμα
    • οφειλέτης
    • χρεωστής
    2
  4. Ορισμός
    • Ο που παρέχει δάνειο ή πίστωση σε κάποιον.
    • Ο που έχει το δικαίωμα να απαιτήσει πληρωμή για υπηρεσίες ή αγαθά που παρέχονται.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πιστωτής ζήτησε την αποπληρωμή του δανείου.
    • Ο πιστωτής έδωσε προθεσμία στον οφειλέτη.
    2