Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πιστωτής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πιστωτική
-
πιστωτικός
-
πιστά
)
Συνώνυμα
δανειστής
πιστωτήρας
χρηματοδότης
3
Αντώνυμα
οφειλέτης
χρεωστής
2
Ορισμός
Ο που παρέχει δάνειο ή πίστωση σε κάποιον.
Ο που έχει το δικαίωμα να απαιτήσει πληρωμή για υπηρεσίες ή αγαθά που παρέχονται.
2
Παραδείγματα
Ο πιστωτής ζήτησε την αποπληρωμή του δανείου.
Ο πιστωτής έδωσε προθεσμία στον οφειλέτη.
2