Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλακώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
πλακώνομαι
-
πλακώσω
-
μαλακώνω
)
Συνώνυμα
συντρίβω
θλίβω
πιέζω
3
Αντώνυμα
ανακουφίζω
ελαφρύνω
2
Ορισμός
Επιβάλλω μεγάλη πίεση σε κάτι ή κάποιον, προκαλώντας καταπίεση ή καταστροφή.
Κάνω κάποιον να νιώθει πολύ στεναχώρια ή αγωνία.
2
Παραδείγματα
Ο βράχος πλάκωσε το αυτοκίνητο μετά την κατολίσθηση.
Τον πλάκωσε η θλίψη όταν έμαθε τα νέα.
2