1. Λέξη
    πλακώνω (ρήμα) - (παρόμοια: πλακώνομαι - πλακώσω - μαλακώνω)
  2. Συνώνυμα
    • συντρίβω
    • θλίβω
    • πιέζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανακουφίζω
    • ελαφρύνω
    2
  4. Ορισμός
    • Επιβάλλω μεγάλη πίεση σε κάτι ή κάποιον, προκαλώντας καταπίεση ή καταστροφή.
    • Κάνω κάποιον να νιώθει πολύ στεναχώρια ή αγωνία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο βράχος πλάκωσε το αυτοκίνητο μετά την κατολίσθηση.
    • Τον πλάκωσε η θλίψη όταν έμαθε τα νέα.
    2