Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλακώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
πλακώνω
-
πλακώνομαι
)
Συνώνυμα
χτυπώ
χτυπάω
συγκρούομαι
προσκρούω
4
Αντώνυμα
αποφεύγω
απομακρύνομαι
διαφεύγω
3
Ορισμός
Να χτυπήσω κάτι με δύναμη, προκαλώντας θόρυβο ή ζημιά.
Να συγκρουστώ με κάτι ή κάποιον.
Να φτάσω σε μια κατάσταση ή θέση μετά από δυσκολίες.
3
Παραδείγματα
Πρόσεχε μην πλακώσεις το ποτήρι στο πάτωμα.
Το αυτοκίνητο πλάκωσε στο φράχτη λόγω του πάγου.
Μετά από ώρες δουλειάς, τελικά πλακώσαμε στο βουνό.
3