1. Λέξη
    πλακώσω (ρήμα) - (παρόμοια: πλακώνω - πλακώνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • χτυπώ
    • χτυπάω
    • συγκρούομαι
    • προσκρούω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποφεύγω
    • απομακρύνομαι
    • διαφεύγω
    3
  4. Ορισμός
    • Να χτυπήσω κάτι με δύναμη, προκαλώντας θόρυβο ή ζημιά.
    • Να συγκρουστώ με κάτι ή κάποιον.
    • Να φτάσω σε μια κατάσταση ή θέση μετά από δυσκολίες.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρόσεχε μην πλακώσεις το ποτήρι στο πάτωμα.
    • Το αυτοκίνητο πλάκωσε στο φράχτη λόγω του πάγου.
    • Μετά από ώρες δουλειάς, τελικά πλακώσαμε στο βουνό.
    3