Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πληγωθώ
-
πληγώσω
-
πληγώνω
-
πηγή
)
Συνώνυμα
τραύμα
πλήξη
ζημιά
3
Αντώνυμα
θεραπεία
γιάτρεμα
αναρρώνω
3
Ορισμός
Η φυσική ή ψυχολογική βλάβη που προκαλείται από κάποιο επώδυνο γεγονός.
Μια σοβαρή ασθένεια ή επιδημία που επηρεάζει μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
2
Παραδείγματα
Η πληγή από το μαχαίρι ήταν βαθιά και επώδυνη.
Η πανώλη ήταν μια καταστροφική πληγή για την Ευρώπη τον Μεσαίωνα.
2