1. Λέξη
    πληγή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πληγωθώ - πληγώσω - πληγώνω - πηγή)
  2. Συνώνυμα
    • τραύμα
    • πλήξη
    • ζημιά
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεραπεία
    • γιάτρεμα
    • αναρρώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Η φυσική ή ψυχολογική βλάβη που προκαλείται από κάποιο επώδυνο γεγονός.
    • Μια σοβαρή ασθένεια ή επιδημία που επηρεάζει μεγάλο αριθμό ανθρώπων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η πληγή από το μαχαίρι ήταν βαθιά και επώδυνη.
    • Η πανώλη ήταν μια καταστροφική πληγή για την Ευρώπη τον Μεσαίωνα.
    2