Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληγωθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πληρωθώ
-
πληγή
-
πληγωμένος
)
Συνώνυμα
τραυματίζομαι
πληγώνομαι
πληγιάζομαι
3
Αντώνυμα
θεραπεύομαι
γιατρεύομαι
ανακτώμαι
3
Ορισμός
Να υποστώ φυσική βλάβη ή τραυματισμό.
Να βιώσω ψυχική οδύνη ή θλίψη.
Να αισθανθώ προσβεβλημένος ή πικραμένος.
3
Παραδείγματα
Πληγώθηκα στο χέρι μου ενώ έκοβα τα λαχανικά.
Η απιστία της πληγώθηκε βαθιά.
Πληγώθηκε από τα σχόλια που άκουσε.
3