1. Λέξη
    πληροφορούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: πληροφορώ - πληροφορία - πληροφορική - πληροφοριακός - πληροφοριοδότης)
  2. Συνώνυμα
    • ενημερώνομαι
    • πληροφορώμαι
    • μαθαίνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγνοώ
    • αφήνομαι στην άγνοια
    2
  4. Ορισμός
    • Λαμβάνω πληροφορίες ή γνώση για κάτι.
    • Ενημερώνομαι σχετικά με ένα θέμα ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πληροφορούμαι τα νέα μέσω του διαδικτύου.
    • Πρέπει να πληροφορούμαστε συχνά για τις αλλαγές στο πρόγραμμα.
    2