Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πληροφορώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πληροφορία
-
πληροφορική
-
πληροφοριακός
-
πληροφορούμαι
-
πληρώ
-
πληροφοριοδότης
-
πληροφόρηση
)
Συνώνυμα
ενημερώνω
ανακοινώνω
ειδοποιώ
3
Αντώνυμα
αποκρύπτω
κρύβω
σιωπώ
3
Ορισμός
Ενημερώνω κάποιον για κάτι, του δίνω πληροφορίες.
Κοινοποιώ νέα ή δεδομένα σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Θα σε πληροφορήσω για τα αποτελέσματα των εξετάσεων αμέσως μόλις τα λάβω.
Ο υπεύθυνος επικοινωνίας πληροφόρησε τον τύπο για τα νέα μέτρα της εταιρείας.
2