1. Λέξη
    πλουσιόπαιδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παλιόπαιδο - πλουσιότερος)
  2. Συνώνυμα
    • πλούσιος
    • ευγενής
    • αριστοκράτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • φτωχός
    • απλός
    • λαϊκός
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που ανήκει σε οικογένεια με υψηλή οικονομική και κοινωνική θέση.
    • Παιδί που μεγαλώνει σε περιβάλλον μεγάλης οικονομικής άνεσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το πλουσιόπαιδο φορούσε πάντα τα πιο ακριβά ρούχα.
    • Οι πλουσιόπαιδες συχνά πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία.
    2