Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλουσιόπαιδο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παλιόπαιδο
-
πλουσιότερος
)
Συνώνυμα
πλούσιος
ευγενής
αριστοκράτης
3
Αντώνυμα
φτωχός
απλός
λαϊκός
3
Ορισμός
Πρόσωπο που ανήκει σε οικογένεια με υψηλή οικονομική και κοινωνική θέση.
Παιδί που μεγαλώνει σε περιβάλλον μεγάλης οικονομικής άνεσης.
2
Παραδείγματα
Το πλουσιόπαιδο φορούσε πάντα τα πιο ακριβά ρούχα.
Οι πλουσιόπαιδες συχνά πηγαίνουν σε ιδιωτικά σχολεία.
2