1. Λέξη
    πλουσιότερος (επίθετο) - (παρόμοια: παλαιότερος - πλουσιόπαιδο)
  2. Συνώνυμα
    • ευγενέστερος
    • πλούσιος
    • ευκατάστατος
    3
  3. Αντώνυμα
    • φτωχός
    • απροσάρμοστος
    • έλλειψης
    3
  4. Ορισμός
    • που διαθέτει μεγάλη οικονομική ευχέρεια
    • που χαρακτηρίζεται από αφθονία
    • που έχει μεγάλη ποσότητα κάποιου πράγματος
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο πλουσιότερος άνθρωπος της πόλης ζει σε μια πολυτελή βίλα.
    • Η πλουσιότερη περιοχή της χώρας είναι γνωστή για τα υπέροχα σπίτια της.
    • Αυτός ο πλουσιότερος κήπος είναι γεμάτος με σπάνια λουλούδια.
    3