Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλουσιότερος (επίθετο) - (παρόμοια:
παλαιότερος
-
πλουσιόπαιδο
)
Συνώνυμα
ευγενέστερος
πλούσιος
ευκατάστατος
3
Αντώνυμα
φτωχός
απροσάρμοστος
έλλειψης
3
Ορισμός
που διαθέτει μεγάλη οικονομική ευχέρεια
που χαρακτηρίζεται από αφθονία
που έχει μεγάλη ποσότητα κάποιου πράγματος
3
Παραδείγματα
Ο πλουσιότερος άνθρωπος της πόλης ζει σε μια πολυτελή βίλα.
Η πλουσιότερη περιοχή της χώρας είναι γνωστή για τα υπέροχα σπίτια της.
Αυτός ο πλουσιότερος κήπος είναι γεμάτος με σπάνια λουλούδια.
3