Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνευμονικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πνευματικός
-
πνευμονία
-
αρμονικός
-
δαιμονικός
)
Συνώνυμα
πνευματικός
αεριώδης
αναπνευστικός
3
Αντώνυμα
σωματικός
υλικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τους πνεύμονες ή την αναπνοή.
Που έχει σχέση με τον αέρα ή το πνεύμα.
2
Παραδείγματα
Ο πνευμονικός ιός μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αναπνευστικές λοιμώξεις.
Η πνευμονική λειτουργία είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του οργανισμού.
2