1. Λέξη
    πνευμονικός (επίθετο) - (παρόμοια: πνευματικός - πνευμονία - αρμονικός - δαιμονικός)
  2. Συνώνυμα
    • πνευματικός
    • αεριώδης
    • αναπνευστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • σωματικός
    • υλικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με τους πνεύμονες ή την αναπνοή.
    • Που έχει σχέση με τον αέρα ή το πνεύμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πνευμονικός ιός μπορεί να προκαλέσει σοβαρές αναπνευστικές λοιμώξεις.
    • Η πνευμονική λειτουργία είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση του οργανισμού.
    2