1. Συνώνυμα
    • ασφυκτικός
    • πνιγηρός
    • αποπνικτικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • αεράτος
    • ευάερος
    • ανακουφιστικός
    3
  3. Ορισμός
    • που προκαλεί αίσθημα πνιγμού ή δυσκολία στην αναπνοή
    • που χαρακτηρίζεται από έντονη υγρασία και έλλειψη αέρα
    • που δημιουργεί αίσθημα καταπίεσης ή αμηχανίας
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο καιρός ήταν πνιγμένος και οι πάροχοι ένιωθαν αμηχανία.
    • Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν πνιγμένη λόγω της έλλειψης αερισμού.
    • Ένιωθε πνιγμένος από τις πολλές υποχρεώσεις και τις πιέσεις της δουλειάς.
    3