Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πνιγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σφιγμένος
-
τυλιγμένος
-
προηγμένος
-
πνιγμός
-
πειραγμένος
-
εξελιγμένος
-
πεσμένος
-
πιωμένος
)
Συνώνυμα
ασφυκτικός
πνιγηρός
αποπνικτικός
3
Αντώνυμα
αεράτος
ευάερος
ανακουφιστικός
3
Ορισμός
που προκαλεί αίσθημα πνιγμού ή δυσκολία στην αναπνοή
που χαρακτηρίζεται από έντονη υγρασία και έλλειψη αέρα
που δημιουργεί αίσθημα καταπίεσης ή αμηχανίας
3
Παραδείγματα
Ο καιρός ήταν πνιγμένος και οι πάροχοι ένιωθαν αμηχανία.
Η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν πνιγμένη λόγω της έλλειψης αερισμού.
Ένιωθε πνιγμένος από τις πολλές υποχρεώσεις και τις πιέσεις της δουλειάς.
3