Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ποινή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ποινικό
-
ποινική
-
ποιώ
-
ποινικός
)
Συνώνυμα
τιμωρία
καταδίκη
εκτέλεση
3
Αντώνυμα
αμνηστία
συγχώρεση
αθώωση
3
Ορισμός
Η ποινή είναι η επίσημη τιμωρία που επιβάλλεται από το νόμο σε κάποιον που έχει κάνει κάτι παράνομο.
Η ποινή μπορεί να είναι χρηματική, φυλάκιση ή ακόμα και θανατική ποινή, ανάλογα με τη σοβαρότητα του αδικήματος.
2
Παραδείγματα
Ο δικαστής επέβαλε μια αυστηρή ποινή στον κατηγορούμενο.
Η ποινή για την κλοπή ήταν δύο χρόνια φυλάκιση.
2