Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ποινικό (επίθετο) - (παρόμοια:
ποινικός
-
ποινική
-
ποινή
)
Συνώνυμα
εγκληματικό
παράνομο
παραβατικό
3
Αντώνυμα
νόμιμο
ηθικό
νομικό
3
Ορισμός
Σχετικός με το ποινικό δίκαιο ή τις ποινές.
Που αφορά ή σχετίζεται με εγκλήματα ή παραβάσεις του νόμου.
2
Παραδείγματα
Το ποινικό δίκαιο ρυθμίζει τις κυρώσεις για διάφορες παραβάσεις.
Οι ποινικές διατάξεις προβλέπουν σκληρές ποινές για βαρέα εγκλήματα.
2