1. Λέξη
    ποινική (επίθετο) - (παρόμοια: ποινικό - ποινικός - ποινή - πολυεθνική)
  2. Συνώνυμα
    • καταδικαστικός
    • δικονομικός
    • δικανικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • απολυτήριος
    • αθωωτικός
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με το ποινικό δίκαιο ή τις ποινικές διαδικασίες.
    • Που προέρχεται ή επιβάλλεται ως ποινή.
    • Που σχετίζεται με το έγκλημα ή την τιμωρία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ποινική δίωξη ξεκίνησε αμέσως μετά τη σύλληψη του ύποπτου.
    • Ο νόμος προβλέπει σοβαρές ποινικές κυρώσεις για τέτοια αδικήματα.
    • Οι ποινικές υποθέσεις απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή και εμπειρογνωμοσύνη.
    3