1. Λέξη
    πουλήσεις (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πουλήσω - πωλήσεις - προκλήσεις - μιλήσεις)
  2. Συνώνυμα
    • πωλήσεις
    • εμπορία
    • διακίνηση
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγορές
    • αποκτήσεις
    2
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών σε αντάλλαγμα για χρήματα.
    • Οι συνολικές πωλήσεις μιας εταιρείας ή ενός προϊόντος σε μια συγκεκριμένη περίοδο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι πωλήσεις του καταστήματος αυξήθηκαν κατά 20% φέτος.
    • Η εταιρεία ανακοίνωσε τις εβδομαδιαίες πωλήσεις της.
    2