Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πωλήσεις (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πουλήσεις
-
προκλήσεις
-
μιλήσεις
)
Συνώνυμα
προσφορές
εκπτώσεις
εμπόριο
3
Αντώνυμα
αγορές
αποκτήσεις
2
Ορισμός
Η διαδικασία πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών σε πελάτες.
Η ποσότητα ή η αξία των πωληθέντων αγαθών ή υπηρεσιών σε μια συγκεκριμένη περίοδο.
2
Παραδείγματα
Οι εποχικές πωλήσεις προσφέρουν μεγάλες εκπτώσεις.
Οι πωλήσεις της εταιρείας αυξήθηκαν κατά 20% φέτος.
2