1. Λέξη
    πουληθώ (ρήμα) - (παρόμοια: πουλί - πουλώ - πωληθώ - πουλάω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεπουληθώ
    • πωληθώ
    • πουληθώ σε κάποιον
    3
  3. Αντώνυμα
    • αγοράζω
    • αποκτώ
    2
  4. Ορισμός
    • να μεταβιβάσω την κυριότητα ενός αντικειμένου σε άλλον με αντάλλαγμα χρήματα
    • να πουληθώ σε κάποιον, να γίνω αντικείμενο πώλησης
    2
  5. Παραδείγματα
    • Πούλησα το παλιό μου αυτοκίνητο σε έναν φίλο.
    • Η έκθεση τέχνης πουλήθηκε σε υψηλές τιμές.
    2