Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πουληθώ (ρήμα) - (παρόμοια:
πουλί
-
πουλώ
-
πωληθώ
-
πουλάω
)
Συνώνυμα
ξεπουληθώ
πωληθώ
πουληθώ σε κάποιον
3
Αντώνυμα
αγοράζω
αποκτώ
2
Ορισμός
να μεταβιβάσω την κυριότητα ενός αντικειμένου σε άλλον με αντάλλαγμα χρήματα
να πουληθώ σε κάποιον, να γίνω αντικείμενο πώλησης
2
Παραδείγματα
Πούλησα το παλιό μου αυτοκίνητο σε έναν φίλο.
Η έκθεση τέχνης πουλήθηκε σε υψηλές τιμές.
2