Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πουλί (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πουλώ
-
πουλάω
-
πουληθώ
-
πουλήσω
-
πουλάνε
-
πουλάκι
-
πουλάρι
-
πουλάτε
-
πουφ
-
πούπουλο
-
πουλόβερ
-
πουλάσκι
)
Συνώνυμα
πτηνό
αηδόνι
στρουθιό
3
Αντώνυμα
θηλαστικό
ερπετό
2
Ορισμός
Μικρό πτηνό, συνήθως με φτερά και ικανό για πτήση.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ελαφρύ ή αθώο.
2
Παραδείγματα
Το πουλί κελαηδούσε πάνω από το δέντρο.
Η μικρή κοπέλα έδωσε ψίχουλα στο πουλί στο πάρκο.
2