1. Συνώνυμα
    • προσφέρω
    • διαθέτω
    • εμπορεύομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αγοράζω
    • αποκτώ
    2
  3. Ορισμός
    • Πωλώ σημαίνει να μεταβιβάζεις την κυριότητα ενός αντικειμένου σε κάποιον άλλον, συνήθως με αντάλλαγμα χρήματα.
    • Επίσης, μπορεί να αναφέρεται στην προσπάθεια να πείσεις κάποιον να αγοράσει κάτι.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Πουλώ το αυτοκίνητό μου γιατί χρειάζομαι χρήματα.
    • Η εταιρεία πουλάει προϊόντα υψηλής ποιότητας σε προσιτές τιμές.
    2