Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πούπουλο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πουλί
-
πουλώ
)
Συνώνυμα
φτερό
πτέρωμα
χνούδι
3
Αντώνυμα
γυμνό
απτέρωτο
2
Ορισμός
Μικρό φτερό που καλύπτει το σώμα των πτηνών.
Ελαφρύ υλικό που χρησιμοποιείται για γέμισμα μαξιλαριών ή κρεβατιών.
2
Παραδείγματα
Το πουλί καθάριζε τα πούπουλά του.
Το μαξιλάρι ήταν γεμάτο με πούπουλα.
2