Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πρήζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
προορίζομαι
-
πιέζομαι
-
παίζομαι
-
πρήζω
-
προσαρμόζομαι
)
Συνώνυμα
φουσκώνω
ογκώνομαι
προσβάλλομαι
3
Αντώνυμα
ξεφουσκώνω
συστέλλομαι
2
Ορισμός
Φουσκώνω λόγω συσσώρευσης αερίου ή υγρού.
Παθαίνω φλεγμονή ή ερεθισμό.
Μεταφορικά: Ενοχλούμαι ή θυμώνω.
3
Παραδείγματα
Το πόδι μου πρήστηκε μετά από το τράβηγμα.
Πρήζομαι όταν με ενοχλούν συνεχώς.
Η κοιλιά του πρήστηκε λόγω αερισμού.
3