1. Λέξη
    πρήζομαι (ρήμα) - (παρόμοια: προορίζομαι - πιέζομαι - παίζομαι - πρήζω - προσαρμόζομαι)
  2. Συνώνυμα
    • φουσκώνω
    • ογκώνομαι
    • προσβάλλομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεφουσκώνω
    • συστέλλομαι
    2
  4. Ορισμός
    • Φουσκώνω λόγω συσσώρευσης αερίου ή υγρού.
    • Παθαίνω φλεγμονή ή ερεθισμό.
    • Μεταφορικά: Ενοχλούμαι ή θυμώνω.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το πόδι μου πρήστηκε μετά από το τράβηγμα.
    • Πρήζομαι όταν με ενοχλούν συνεχώς.
    • Η κοιλιά του πρήστηκε λόγω αερισμού.
    3