1. Λέξη
    πρακτικά (επίρρημα) - (παρόμοια: πρακτική - πρακτικός - πραγματικά - προσεκτικά - τακτικά)
  2. Συνώνυμα
    • πραγματικά
    • ουσιαστικά
    • πραγματικώς
    3
  3. Αντώνυμα
    • θεωρητικά
    • φανταστικά
    • εικαστικά
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που σχετίζεται με την πράξη ή την εφαρμογή.
    • Με τρόπο που βασίζεται στην πραγματικότητα και όχι στη θεωρία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η εταιρεία λειτουργεί πρακτικά χωρίς κέρδη.
    • Πρακτικά, η απόφαση έχει ήδη ληφθεί.
    2