1. Συνώνυμα
    • φουσκωμένος
    • ογκωμένος
    • πληθωρισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεφουσκωμένος
    • συμπιεσμένος
    • χαλαρός
    3
  3. Ορισμός
    • Όταν κάτι έχει αυξηθεί σε μέγεθος ή όγκο λόγω εσωτερικής πίεσης ή συσσώρευσης αερίου.
    • Όταν ένα μέρος του σώματος είναι φουσκωμένο λόγω φλεγμονής ή τραυματισμού.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο αστραγάλος του ήταν πρησμένος μετά το στραμπουλήγμα.
    • Το μπαλόνι ήταν πρησμένο και έτοιμο να σκάσει.
    2