1. Λέξη
    προέλαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προέκταση - προέλευση - παρέλαση)
  2. Συνώνυμα
    • πρόοδος
    • προχώρηση
    • προσέγγιση
    3
  3. Αντώνυμα
    • οπισθοδρόμηση
    • υποχώρηση
    • παρακμή
    3
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της μετακίνησης προς τα εμπρός.
    • Μια βελτίωση ή ανάπτυξη σε κάποιον τομέα.
    • Η κίνηση των στρατευμάτων προς τα εμπρός σε πολεμική κατάσταση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η προέλαση της τεχνολογίας έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής μας.
    • Ο στρατός κατέγραψε σημαντική προέλαση στο μέτωπο.
    • Η προέλαση των εργασιών είναι ικανοποιητική.
    3