Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προέλαση (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προέκταση
-
προέλευση
-
παρέλαση
)
Συνώνυμα
πρόοδος
προχώρηση
προσέγγιση
3
Αντώνυμα
οπισθοδρόμηση
υποχώρηση
παρακμή
3
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της μετακίνησης προς τα εμπρός.
Μια βελτίωση ή ανάπτυξη σε κάποιον τομέα.
Η κίνηση των στρατευμάτων προς τα εμπρός σε πολεμική κατάσταση.
3
Παραδείγματα
Η προέλαση της τεχνολογίας έχει αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής μας.
Ο στρατός κατέγραψε σημαντική προέλαση στο μέτωπο.
Η προέλαση των εργασιών είναι ικανοποιητική.
3