1. Λέξη
    προεδρεύω (ρήμα) - (παρόμοια: προεδρία - προεδρικός)
  2. Συνώνυμα
    • προΐσταμαι
    • προεδρεύω
    • διατηρώ την προεδρία
    3
  3. Αντώνυμα
    • υποβάλλομαι
    • υπακούω
    • ακολουθώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εκτελώ τα καθήκοντα του προέδρου σε μια συνεδρίαση ή συνέλευση.
    • Έχω την ευθύνη της διεύθυνσης ή της οργάνωσης μιας συγκέντρωσης ή δραστηριότητας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κύριος Παπανδρέου θα προεδρεύσει στη σημερινή συνεδρίαση της Βουλής.
    • Η καθηγήτρια προεδρεύει της επιτροπής που θα εξετάσει το θέμα.
    2