Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προεδρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
προεδρία
-
προεδρικός
)
Συνώνυμα
προΐσταμαι
προεδρεύω
διατηρώ την προεδρία
3
Αντώνυμα
υποβάλλομαι
υπακούω
ακολουθώ
3
Ορισμός
Εκτελώ τα καθήκοντα του προέδρου σε μια συνεδρίαση ή συνέλευση.
Έχω την ευθύνη της διεύθυνσης ή της οργάνωσης μιας συγκέντρωσης ή δραστηριότητας.
2
Παραδείγματα
Ο κύριος Παπανδρέου θα προεδρεύσει στη σημερινή συνεδρίαση της Βουλής.
Η καθηγήτρια προεδρεύει της επιτροπής που θα εξετάσει το θέμα.
2