Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προεκλογικός (επίθετο) - (παρόμοια:
εκλογικός
-
προεδρικός
-
λογικός
-
παθολογικός
)
Συνώνυμα
προεκλογικός
προεκλογιακός
2
Αντώνυμα
μεταεκλογικός
1
Ορισμός
Σχετικός με την περίοδο πριν από τις εκλογές.
Που γίνεται ή υπάρχει πριν από τις εκλογές.
2
Παραδείγματα
Οι προεκλογικές δηλώσεις των πολιτικών ήταν πολύ γενικές.
Η προεκλογική εκστρατεία κορυφώθηκε τις τελευταίες μέρες πριν την ψηφοφορία.
2