1. Λέξη
    προεξοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: προσοχή - προεξέχω - εξοχή)
  2. Συνώνυμα
    • προτεραιότητα
    • προβάδισμα
    • προνομία
    3
  3. Αντώνυμα
    • καθυστέρηση
    • υστέρηση
    • οπισθοδρόμηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να προηγείται κάποιος ή κάτι σε σχέση με άλλους.
    • Η θέση ή η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την πρωτοκαθεδρία ή την υπεροχή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η προεξοχή του στην έρευνα του τον έκανε γνωστό σε όλη την επιστημονική κοινότητα.
    • Το έργο του έχει προεξοχή στον τομέα της τεχνολογίας.
    2