Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προεξοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
προσοχή
-
προεξέχω
-
εξοχή
)
Συνώνυμα
προτεραιότητα
προβάδισμα
προνομία
3
Αντώνυμα
καθυστέρηση
υστέρηση
οπισθοδρόμηση
3
Ορισμός
Η ιδιότητα του να προηγείται κάποιος ή κάτι σε σχέση με άλλους.
Η θέση ή η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την πρωτοκαθεδρία ή την υπεροχή.
2
Παραδείγματα
Η προεξοχή του στην έρευνα του τον έκανε γνωστό σε όλη την επιστημονική κοινότητα.
Το έργο του έχει προεξοχή στον τομέα της τεχνολογίας.
2