1. Λέξη
    προεξέχω (ρήμα) - (παρόμοια: προέχω - προσέχω - προτρέχω - προεξοχή)
  2. Συνώνυμα
    • προβάλλω
    • ξεχωρίζω
    • διακρίνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • κρύβομαι
    • αποκρύπτομαι
    • υποχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Εξέχω πιο πολύ από κάτι άλλο ή από τα υπόλοιπα.
    • Διακρίνομαι για κάποιο λόγο, είτε θετικό είτε αρνητικό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το βουνό προεξέχει πάνω από την κοιλάδα.
    • Η εργασία του προεξέχει για την καινοτομία της.
    2