Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προεξέχω (ρήμα) - (παρόμοια:
προέχω
-
προσέχω
-
προτρέχω
-
προεξοχή
)
Συνώνυμα
προβάλλω
ξεχωρίζω
διακρίνομαι
3
Αντώνυμα
κρύβομαι
αποκρύπτομαι
υποχωρώ
3
Ορισμός
Εξέχω πιο πολύ από κάτι άλλο ή από τα υπόλοιπα.
Διακρίνομαι για κάποιο λόγο, είτε θετικό είτε αρνητικό.
2
Παραδείγματα
Το βουνό προεξέχει πάνω από την κοιλάδα.
Η εργασία του προεξέχει για την καινοτομία της.
2