Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προκαλούν (ρήμα) - (παρόμοια:
προκαλώ
-
προκαλέσω
-
προκαλέσουμε
)
Συνώνυμα
ερεθίζουν
παροτρύνουν
εξοργίζουν
3
Αντώνυμα
κατευνάζουν
ηρεμούν
εξευμενίζουν
3
Ορισμός
να προξενώ κάποιον σε θυμό ή δυσαρέσκεια
να ωθώ κάποιον να κάνει κάτι, συνήθως κάτι αρνητικό
να προκαλώ μια αντίδραση ή μια κατάσταση
3
Παραδείγματα
Τα σχόλιά του προκάλεσαν έντονη αντίδραση από το κοινό.
Η απροσεξία του προκάλεσε το ατύχημα.
Οι καιρικές συνθήκες προκάλεσαν μεγάλες ζημιές στην περιοχή.
3